- Τσιμαρόζα, Ντομένικο
- (Cimarosa, Αβέρσα, Καζέρτα 1749 – Βενετία 1801). Ιταλός συνθέτης. Γιος ενός χτίστη και μιας πλύστρας, σε ηλικία εφτά ετών έμεινε ορφανός από πατέρα και ύστερα από μια περίοδο επαιτείας τον εμπιστεύτηκαν στους καλόγερους ενός μοναστηριού στο Πεντίνο (Νάπολη), οι οποίοι αργότερα τον έβαλαν στο Ωδείο της Σάντα Μαρία ντι Λορέτο. Μολονότι οι γραφικές πληροφορίες που αφορούν τον Τ. είναι πολύ αντιφατικές, φαίνεται βέβαιο ότι ήταν μαθητής των μεγαλύτερων μουσικών της σχολής της Νάπολης εκείνης της εποχής· είναι αναμφισβήτητο ότι από το ωδείο βγήκε εξαίρετος βιολιστής και άριστος τραγουδιστής. Από το 1772 –έτος κατά το οποίο έγραψε την πρώτη του όπερα με τον τίτλο Οι παραξενιές του κόμη έως το θάνατό του, δηλαδή σε λιγότερο από τριάντα χρόνια– ο Τ. συνέθεσε γύρω στις 70 όπερες, απροσδιόριστο αριθμό από καντάτες, ορατόρια, χορωδιακά έργα, μουσική δωματίου και ενόργανη, και 32 σονάτες για τσέμπαλο. Έγραψε επίσης μια πραγματεία Για την εκμάθηση της μουσικής. Τη διδακτική του δραστηριότητα εκδήλωσε επίσης συνθέτοντας κωμικά ιντερμέδια, μικρά μονόπρακτα μελοδράματα, που αποτελούσαν, όπως στο πιο φημισμένο Ο διευθυντής χορωδίας, πραγματικά μαθήματα ενοργάνωσης και διεύθυνσης ορχήστρας. Έζησε στη Ρώμη και κυρίως στη Νάπολη, έμεινε όμως επίσης και στη Βενετία ως διευθυντής της χορωδίας στο Άσυλο των Εγκαταλελειμμένων (1782), και στην Πετρούπολη, όπου από το 1787 έως το 1791 ήταν διευθυντής της χορωδίας, συνθέτης του ιταλικού θιάσου, δάσκαλος μουσικής των εγγονών της Αικατερίνης της B’. Επειδή είχε εκτεθεί ως υποστηρικτής της Παρθενόπειας Δημοκρατίας, ενώ ήταν διευθυντής χορωδίας στην αυλή της Νάπολης, φυλακίστηκε· με την επιστροφή του Φερδινάνδου Δ’ απέτησε την ελευθερία του, εγκαταστάθηκε στην Πάντοβα και μετά στη Βενετία, όπου σε λίγο πέθανε. Η ζωή του ήταν γεμάτη επιτυχίες, δόξα, ταξίδια. Κατά τη διάρκεια του μεγάλου ταξιδιού του προς την Πετρούπολη, είχε θριαμβευτικές υποδοχές στη Φλωρεντία από τον μεγάλο δούκα Πέτρο Λεοπόλδο, στην Πάρμα από τη δούκισσα Μαρία Αμαλία, στη Βιέννη από τον αυτοκράτορα Ιωσήφ B’, στη Βαρσοβία από το βασιλιά Στανισλάφ B’. Τραγούδησε και έπαιξε μουσική στις αυλές τους, δεχόμενος πλούσια δώρα και δημόσιες τιμητικές διακρίσεις. Τα έργα του, μετά την πρώτη τους εκτέλεση, επαναλαμβάνονταν αμέσως σε όλες τις ευρωπαϊκές αυλές και τον έκαναν παντού διάσημο. Προικισμένος με εξαιρετική μουσική ευφυΐα, ο Τ. έδωσε ιδιαίτερη ώθηση στην κωμική όπερα (opera buffa), της οποίας υπόδειγμα είναι και θα μείνει Ο μυστικός γάμος (1792), πραγματικό αριστούργημα του είδους. Χωρίς να είναι ανακαινιστής, ο Τ. εμπλούτισε τα φινάλε, παρενέβαλε φωνητικά και ορχηστρικά σύνολα, τόσο στο τέλος όσο και στη διάρκεια των πράξεων, και εισήγαγε στις όπερες –ίσως για πρώτη φορά– τερτσέτα και κουαρτέτα. Η μουσική του, που πλησίασε κομψές και πρωτότυπες μελωδίες, καθώς και κατάλληλες συνοδείες, γεμάτες από αρμονικά ευρήματα, μας μεταφέρει σε μια ατμόσφαιρα εξαιρετικά χαριτωμένη, δημιουργώντας ένα χαρωπό, πνευματώδες και παθητικό επίσης όραμα τη ζωής του 18ου αι. Από τις καλύτερες κωμικές του όπερες πρέπει να αναφερθούν: Η Ιταλίδα στο Λονδίνο (1779), Τζανίνα και Μπερναρντόν (1781), Οι αποτυχημένες μηχανορραφίες (1786), Οι γυναικείες πονηριές (1794). Η πιο μελετημένη από τις σοβαρές όπερές του πρέπει να θεωρηθεί η Οράτιοι και Κουριάτιοι (1797), καρπός των τελευταίων χρόνων της ζωής του.
Dictionary of Greek. 2013.